Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένη ανάρτηση

Το μωρό: ένα ποίημα από την Μαριαλένα Διασακιά

  Ένα εξαιρετικό ποίημα από την Μαριαλένα  Δισακιά για την μητρότητα. Ατάιστο και πεινασμένο το μωρό μου. Έτρεχα σε ξεριζωμένες πλαγιές   εκείνο μπρούμυτα σε βρώμικες σκεπές να ζει το κλάμα. Κοντά του να γυρίσω κίνησα, ανέβηκα γκρεμνούς με οδηγό κάποιον δίχως πόδια. Το άκουγα ατάιστο να κλαίει. Έφτασα μέσα από τούνελ θάλασσας αγριεμένης Την πείνα του να κλάψει δεν μπορούσε Έτσι απομείναμε και οι δυο σε βρώμικα σεντόνια να το ταΐζω γάλα ξινό από ακρωτηριασμένα στήθη. Maria Elena Davi  (Μαριαλένα Δισακιά)

Κριτική του Αντώνη Ευθυμίου για το βιβλίο του Γεράσιμου Μοσχόπουλου, "Διάλογοι με τους ποιητές της ιστορίας"

 

Θα ήθελα να ξεκινήσω με τον τίτλο που επέλεξε ο ποιητής για τη συλλογή του, «Διάλογοι με τους Ποιητές της Ιστορίας». Ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος συνδιαλέγεται με τους ποιητές της Ελληνικής Ιστορίας ή τους ποιητές που έγραψαν ιστορία; Και ποιοι είναι τελικά αυτοί οι ποιητές;

Πηγή έμπνευσης είναι Νεοέλληνες ποιητές, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Κώστας Καρυωτάκης, η Μαρία Πολυδούρη, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Ρήγας Φεραίος, στιχουργοί, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Γιάννης Καλαμίτσης, ο Γιάννης Φερμάνογλου, η Αρλέτα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Λάζαρος Ανδρέου, μουσικά συγκροτήματα, όπως οι Πυξ Λάξ και οι Kansas, παραδοσιακά τραγούδια, καθώς και λιγότερο γνωστοί ποιητές, όπως η Κατίνα Παΐζη και ο Γιώργης Παυλόπουλος.

Βέβαια, ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος φαίνεται να αγαπάει ιδιαίτερα δύο ποιητές με το ίδιο όνομα, τον Νίκο Καββαδία και τον Νίκο Γκάτσο, στους οποίους αφιέρωσε έξι από τα τέσσερα ποιήματα αντίστοιχα, από τα σαράντα πέντε της συλλογής.

«Δεν είμαστε φτιαγμένοι απ’ ατσάλι, μα με σάρκα.

Γι’ αυτό είμαστε ευαίσθητοι και κάπου, κάπου κλαίμε»

Μια απάντηση στο «Also Sprach Zarathustra» του Friedrich Nietzsche; Πάντως, από το πρώτο κιόλας ποίημα, «Άνθρωπος από Ατσάλι», ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος καταγγέλλει τη σκληρότητα της σύγχρονης κοινωνίας κι απέναντι στη θηριωδία και την αναλγησία, αντιτάσσει την ανθρωπιά και την αγάπη. Μέσα από τους στίχους του πασχίζει να αποκαλύψει την αλήθεια και να βρει «αντίδοτο ενάντια στο δαιμόνιο». Δε φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, ακόμη κι αν χρειαστεί να εκτεθεί ο ίδιος. Πολύτιμος σύμμαχός του σε αυτήν την προσπάθεια είναι το ποιητικό μέτρο και η ομοιοκαταληξία.

«Ποιώ για να ξεγελαστώ μια μάταιή μου ρίμα,

πριν για τον άλλο κόσμο πια ‘γω κουραστώ και φύγω…»

Ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος είναι θιασώτης του δεκαπεντασύλλαβου στίχου και μέσα από τα σαιξπηρικά σονέτα που χρησιμοποιεί, δείχνει την επιδεξιότητά του στην έμμετρη ποίηση. Οι ρίμες που επιλέγει είναι συνήθως ευφάνταστες κι εξυπηρετούν τόσο μορφολογικά, όσο και νοηματικά τα ποιήματά του: φεγγίζει-ελπίζει, χάζι-σκιάζει, ποιητής-αστραπής, ορχήστρα-σείστρα, Λαιστρυγόνες-κανόνες, Αιόλου-ολωσδιόλου, σκοτάδι-ψεγάδι, μακάβριο-Λαύριο, σκότη-Δον Κιχώτη.

Αγαπημένη λέξη του ποιητή είναι η «ελπίδα», που άλλοτε ομοιοκαταληκτεί με τη «λεπίδα», άλλοτε με την «πατρίδα», άλλοτε με την «πυξίδα» κι άλλοτε με τη «Φρεαττύδα». Ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος δεν κερνά τους αναγνώστες του ζόφο κι απελπισία, αλλά φως κι αισιοδοξία. Στην πραγματική του ζωή, ό,τι κι αν συμβεί, φοράει πάντα το πιο ακριβό του χαμόγελο κι ανταλλάσσει εγκάρδια χειραψία με το μέλλον. Ακριβώς αυτό κάνει και στη συλλογή «Διάλογοι με τους Ποιητές της Ιστορίας». Ακόμη κι αν ο ήλιος δεν ξανανατείλει και το φεγγάρι πάψει να λάμπει, όπως χαρακτηριστικά γράφει στα «Αστέρια πλέον κάλπικα», εκείνος θα βρει την πιο φωτεινή χαραμάδα για να διώξει τη σκοτεινιά. Είναι ρεαλιστής, αλλά συνάμα ρομαντικός και οπτιμιστής. Συνειδητοποιεί την πραγματικότητα και κάποιες φορές συμφιλιώνεται μαζί της, ενώ άλλες προσπαθεί να την υπερβεί ή ακόμη και να την ανατρέψει.

Αξίζει να σημειωθεί πως υπάρχει ένα πολύ παλιό τραγούδι που ενέπνευσε τον Γεράσιμο Μοσχόπουλο να γράψει όχι ένα, αλλά δύο ποιήματα, «Αντίδοτο» και «Είν’ η πιο κοινή μας Μούσα». Πρόκειται για το ταγκό «Μοναξιά» των Eduardo Bianco και Αλέκου Σακελλάριου, που γράφτηκε το 1937 για την οπερέτα «Αρζεντίνα». Το πρωτοερμήνευσε η Λουίζα Ποζέλλι, το αγαπημένο παιδί-θαύμα του Αττίκ, ενώ το ηχογράφησε και η Κάκια Μένδρη.

Στο δεύτερο από τα δύο προαναφερθέντα ποιήματα, «Είν’ η πιο κοινή μας Μούσα», εντοπίζουμε άλλο ένα στοιχείο του χαρακτήρα του, το χιούμορ.

«Πίκρα στάζει μες στα χείλη,

την αισθάνονται οι ναυτίλοι

και για λίγο μες στο πόρτο,

την γελούν με κάποιο χόρτο,

και με πονηρά κορίτσια,

που τους κάνουνε τα βίτσια»

Ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος κάποιες φορές απαντά στους ποιητές με σαρκαστική διάθεση, θέλοντας έτσι να καταδείξει και να υπογραμμίσει την κατάντια της κοινωνίας μας, την κατάρρευση των ηθικών αξιών και τη βίαιη εγκατάλειψη των ονειροτόπων του Ελύτη, του Γκάτσου και του Σικελιανού.

Στο ποίημα «Το κλεδί» ο ποιητής κλείνει το μάτι στη ματαιοδοξία των ανθρώπων και στηλιτεύει τη φιλαυτία και την υπεροψία των σύγχρονων συγγραφέων.

«Ανάθεμα που πίστεψα πως βρήκα το κλειδί.

Ν’ ανοίξω ‘γω προσπάθησα, μα έμεινε κλειστή.»

Στο ποίημα «Πότε θα φτάσεις μην ρωτάς» ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος συνδιαλέγεται με τον Καβάφη και καταλήγει κι εκείνος πως «τ’ αρμένισμα μετρά, κι, όχι, ποτέ η Ιθάκη!». Ο στόχος δεν είναι εντέλει κάτι μακρινό, ένα άστρο αλαργινό, αλλά το ίδιο το ταξίδι της ζωής, η κάθε στιγμή που ζούμε. Αυτό πρεσβεύει και ο ίδιος.

Όμως, το πιο σημαντικό που πρέπει να αναφέρω είναι η κοινωνική διάσταση των ποιημάτων. Σήμερα αυτό που επικρατεί είναι η βία (και με τις δύο έννοιες), η υποκρισία, ο ρατσισμός και η νωθρότητα. Όλοι έχουν, πλέον, λόγο κι άποψη επί παντός του επιστητού, χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όλοι έχουν γίνει κριτές κι επικριτές των πάντων, θεωρώντας πως μόνο εκείνοι ξέρουν το σωστό. Και πώς απαντά σε όλα αυτά ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος; Με το ποίημα-κατακλείδα της συλλογής, «Υπάρχουν δύσκολες στιγμές».

«Κι αν κάπου θέλεις να πιαστείς, σε λυρικό αστέρι

Γίνε το φως της ανθρωπιάς στο ακρωτήρι φάρου»

Ο Γεράσιμος, πέρα από ταλαντούχος ποιητής, είναι πάνω από όλα άνθρωπος. Άνθρωπος που γελά, που κλαίει, που μετανιώνει, που αφουγκράζεται, που συγχωρεί. Άνθρωπος που δεν παραβλέπει τις ατέλειές του, αλλά γαντζώνεται σ’ αυτές και με θάρρος βαδίζει στο κακοτράχαλο μονοπάτι της ζωής.

Ο Γεράσιμος είναι ο άνθρωπος που όλοι έχουμε ξεχάσει ή καταχωνιάσει στα πιο ανήλιαγα λαγούμια της ψυχής μας, για να προσκυνήσουμε ανερυθρίαστα την αβάσταχτη ελαφρότητα του «φαίνεσθαι».

Ο Γεράσιμος, τελικά, δεν συνδιαλέγεται με τους Ποιητές της Ιστορίας, αλλά με όλους εσάς, όλους εμάς τους αναγνώστες που προδώσαμε την ιστορία μας και τον λόγο για τον οποίο ήρθαμε σε τούτο τον κόσμο.

Τέλος, κατά τη γνώμη μου το ωραιότερο και πιο συγκινητικό ποίημα του Γεράσιμου Μοσχόπουλου είναι η ίδια η αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου.

«Αφιερωμένο στη γιαγιά μου Ιφιγένεια που πάντα πίστευε και συνεχίζει να πιστεύει σ’ εμένα».

Κι ετυμολογικά «Ιφιγένεια» είναι η γεννημένη δυνατή…

 

Αντώνης Ευθυμίου

 

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για την ποιητική συλλογή, "Διάλογοι με τους ποιητές της ιστορίας, πατήστε εδώ.

Comment with Facebook

Σχόλια

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις