Η ποιήτρια που δεν μένει σιωπηλή: Βιβλίο Γνώμη στην Βαλλιάνου Αρχοντούλα

 

Διάβασα την ποιητική συλλογή της Αρχοντούλας Βαλλιάνου με τίτλο «Εκκωφαντική σιωπή». Στα ποιήματα της είναι άλλοτε κατεγγελτική, άλλες φορές λυρική, και πολλές φορές συμβολιστική. Πιο συγκεκριμένα στο πρώτο ποίημα της συλλογής, το «Λουλούδι στην κάννη» πραγματεύεται την παραβίαση τον όρκων στον έρωτα. Πόσες φορές άλλωστε έχουμε υποσχεθεί αιώνιο έρωτα και δεν έχει διαρκέσει πολύ χρόνο. Όμως στο «Όνειρο πόλης» μας παρακινεί σε επανάσταση αγάπης και να μην επαναπαυόμαστε στον υλισμό. Στο ποίημα «Άνθρωποι της πόλης» γράφει για το αφιλόξενο των πόλεων και πως όλοι είμαστε σκιές μέσα σε αυτήν και απρόσωποι. Στο ποίημα «Η σκόνη της πόλης» γράφει για την μοναξιά που επικρατεί στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Στο ποίημα «Η εξέλιξη του ανθρώπου» καταγγέλει τον πόλεμο και παραδέχεται η ποιήτρια πως  μόνο ηττημένοι υπάρχουν. Στα «Μοντέρνα Κολοσσαία» η ποιήτρια αναδεικνύει το δράμα που πουλά η τηλεόραση και όλοι το καταναλώνουμε σαν θεατές στην  αρένα. Στην «Παράνοια του σήμερα» δεν θα γίνει ένα με το κοπάδι που αντιδρούνε στα κοινωνικά δίκτυα και συνάμα δεν πιστεύει στην νοοτροπία της ελάχιστης προσπάθειας. Στο «Λάβαρο νέας εποχής» γράφει για την εποχή της καραντίνας και την αβεβαιότητα που επικρατούσε τότε. Στις «Σκιές προγόνων» η κα Βαλλιάνου αναφέρεται εύστοχα στο γεγονός ότι η Ελλάδα τρώει τα παδιά της και πως οι σύγχρονοι Έλληνες δεν έχουμε καμία σχέση με τους προγόνους μας. Στην «Άνοιξη θανάτου» παρομοιάζει τον θάνατο με το πως κόβουμε ένα λουλούδι κι έρχεται αντιμέτωπη με τον Χάρο. Στις «Μαργαρίτες δεν μαδάνε» αναζητά την χαμένη της παιδικότητα, αφού παραδέχεται πως η ενήλικη ζωή είναι ένα ανέναο κυνηγητό. Όμως η ποίηση της κας Βαλλιάνου είναι και καταγγελτική και στο ποίημα «Στη σκιά του ήλιου» αναφέρεται στις γυναικτονίες αλλά και στην κακοποίηση απέναντι στις γυναίκες, όπως και στο ποίημα «Η σιωπή της ντροπής». Στο τελευταίο ποίημα παρακινεί τα θύματα να σπάσουν την σιωπή! Στο ποίημα «Συριγμός» φωτίζει τα θύματα των προσφύγων που πνίγονται στο Αιγαίο. Μιλά για αυτούς που δεν έχουν φωνή πλέον. Στην «Αντίστροφη μέτρηση» μιλά για το πόσο τρέχει ο χρόνος και είναι αμείλικτος. Στην «Ανοιχτή πληγή» γράφει για την κακή πλευρά της μητρότητας και το πως η κόρη μετατρέπεται στην μητέρα της, χωρίς να μπορεί η τελευταία να μπορεί να κάνει διαφορετικά. Στην «Λύτρωση» γράφει για το πως ο κακοποιητής σύντροφος σκοτώνει την σύντροφό του μέσα στην σχέση. Στο ποίημα «Λευκός θάνατος» αναφέρεται στην εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Το «Μονοπάτι» είναι ένα ιθακικό ποίημα μέσα από την μοναξιά αλλά βρίσκει την ίασή της η ποιήτρια. Στο ποίημα «Παντοτινά εδώ» μιλά για την απώλεια των δικών μας ανθρώπως και πως τους κρατάμε μέσα μας, δεν τους χάνουμε. Στο ποίημα «Τούλα» αναφέρει πόσο της λείπει η γιαγιά της με εξαιρετικά ποιητικό τρόπο, αλλά κοινωνεί την πίστη της ότι θα ξανά ανταμώσουνε στο μετά. Στο ποίημα «Φόβος» παραδέχεται ότι έχει συμφιλιωθεί μαζί του και συμβιώνει μαζί του αναπνέοντας κοφτά. Οι «Πειρατές» είναι οι κακοποιητές του φθόνου. Στην «Μάχη Ελπίδας» η ποιήτρια αναμετριέται με τον Θάνατο και δεσμεύεται πως θα τον νικήσει! Στο ποίημα «Η χώρα του Ποτέ» εύχεται να μείνει πάντα παιδί. Στο ποίημα «Το θολό είδωλο του έρωτα» επιθυμεί να χαθεί στον έρωτα και προσκαλεί τον έρωτά της να χύσει ένα δάκρυ για εκείνη. Στο ποίημα «Βυθός» είναι ευγνώμων για ένα παλιό της έρωτα και τον θεωρεί προσωπικό της θησαυρό. Στο ποίημα «Μεταμόρφωση» πεθαίνει η ποιήτρια και ανασταίνεται, ελπίζοντας ότι κάποτε κάποιο χέρι θα την κρατήσει ως φυλαχτό.

 

Σε αυτό το σημείο θα αναφερθώ με απόσπασμα από το ποίημα «Στη σκιά του ήλιου», το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο και διαχρονικό, αφού κατεγγέλει τις γυναικτονίες. Πιο συγκεκριμένα, η ποιήτρια γράφει:

...

Το παρθενικό κορμί εξαγοράζεται από τυχαίο πλειοδότη.

Ένα στόμα λιγότερο να θρέφουν είναι αρκετό για να σφρα-

γίσουν τη συμφωνία.

Άρρωστα χείλη ρουφούν την αθωότητα.

Άγρια χέρια πνίγουν την νεανικότητα.

Τα μάτια αναδύονται θολά.

Η πίκρα αγκυστρώνεται στο στόμα.

Οι κόρες νυμφεύονται τον φόβο.

Αμάρα ετών 6, η αιώνια ομορφιά της αμαυρώνεται,

βιάζεται κάθε νύχτα.

Φαράχ ετών 12, τα χείλη της δεν θα χαμογελάσουν ποτέ ξανά,

το σώμα της γίνεται σάκος πυγμαχίας,

Ινάγια ετών 14, μυρίζει βενζίνη, αυτοπυρπολείται,

μόνο ο θάνατος μπορεί να της προσφέρει προστασία.

...

 

Η ποιήτρια με το προηγούμενο ποίημά της υψώνει την φωνή της και σπάει την εκκωφαντική σιωπή, καθώς οι ίδιες δεν μπορούν πλέον να φωνάξουν. Η επιλογή της θεματολογίας και το ύφος δείχνει την ευαισθησία της. Το ποίημα διακρίνεται για τη μετωπική του ευθύτητα. Δεν καταφεύγει σε φτιασιδώματα, δεν ντύνεται με μεταφορές και συμβολισμούς. Η πραγματικότητα εκτίθεται ξεκάθαρα και βίαια· κι όμως, αυτή η ωμότητα είναι που καθηλώνει. Η ποιήτρια προτάσσει το γεγονός, τη μαρτυρία, σαν να μας πιάνει από τον γιακά και να μας αναγκάζει να δούμε κατάματα την αλήθεια —χωρίς φίλτρα, χωρίς αλλοιώσεις.

Η επιλογή αυτής της άμεσης γλώσσας, που φτάνει στα όρια του ρεαλιστικού δοκιμίου ή της λογοτεχνικής καταγγελίας, ενισχύει το καταγγελτικό ύφος και δεν αφήνει περιθώρια αποστασιοποίησης στον αναγνώστη. Αντιθέτως, τον βάζει μέσα στο ποίημα, τον καθιστά συνένοχο μέσα από τη σιωπή του. Η ποίηση εδώ παύει να είναι στοχασμός ή αισθητικό προϊόν και μετατρέπεται σε κραυγή, σε πράξη ευθύνης.

Το περιεχόμενο είναι σκληρό: η κακοποίηση και το εμπόριο ανήλικων κοριτσιών καταγγέλλονται με τρόπο καθολικό αλλά και προσωπικό. Μέσα από το παιχνίδι με τα ονόματα και τις ηλικίες, το ποίημα δίνει σώμα και ψυχή στις σιωπές, ονοματίζει αυτές που σπάνια κάποιος θυμάται — μετατρέποντάς τις από στατιστικά σε ανθρώπινες υπάρξεις. Η επανάληψη των ηλικιών λειτουργεί σαν χτύπος ρολογιού: κάθε νούμερο είναι μια ύπαρξη, κάθε κορίτσι ένας αμείλικτος καθρέφτης της κοινωνικής μας αποτυχίας.

Ιδιαίτερα συγκλονιστικό είναι το σημείο που περιγράφει τη γυναικεία αλυσίδα: κόρη, μητέρα, γιαγιά — όλες φυλακισμένες, όλες πληγωμένες, όλες πρόωρα γερασμένες. Εδώ το ποίημα αποκτά ιστορική και διαγενεακή διάσταση, δείχνοντας πως το τραύμα της γυναίκας κληρονομείται και αναπαράγεται, εγκιβωτισμένο μέσα σε παραδόσεις, νόρμες και σιωπές.

Η τελευταία στροφή λειτουργεί ως κορυφωτικό σοκ, καθώς στρέφει τον φακό στον ίδιο τον αναγνώστη.

«Ή το δικό σου όνομα στους τίτλους ειδήσεων,
αν είχες γεννηθεί στη λάθος πλευρά του ήλιου…»

Η χρήση της λέξης «λάθος» αναδεικνύει με τρόπο ανατριχιαστικό την τυχαία μοίρα της γέννησης. Μια μικρή μετατόπιση γεωγραφική ή κοινωνική —και το παιδί που τώρα παίζει ανέμελα, θα ήταν το παιδί που κοιμάται με τον εχθρό. Έτσι, η ποιήτρια καθρεφτίζει τον αναγνώστη και τον προκαλεί να αναλογιστεί τη θέση του στον κόσμο. Πρόκειται για μια πράξη ποιητικής ηθικής.

Το ποίημα τελικά δεν είναι μόνο ποίημα: είναι καμπανάκι, αγρύπνια, ευθύνη. Δεν σε αφήνει να ξεχάσεις, δεν σου επιτρέπει να προσπεράσεις. Με λόγο τραχύ αλλά αναγκαίο, ανοίγει πληγές για να μην τις ξεχάσεις ποτέ.

 

Το επόμενο ποίημα που θα αναφερθώ είναι το «Συριγμός» και σε αυτό αποδεικνύει την ευαισθησία της και πάλι υψώνει τη φωνή της για ανθρώπους που δεν μπορούν να φωνάξουν πλέον:

 

...

Τα στομάχια, τα πνευμόνια, οι καρδιές μας...

Μας επέστρεψε η θάλασσα στης μάνας μας την μήτρα.

Νιώσαμε το άγγιγμα του Αγγέλου στο δεξί μας μάγουλο.

Τότε ψαλμωδίες κάλυψαν το μίσος των ανθρώπων.

Και μετά σιωπή.

 

Όπως, έχω ήδη αναφέρει η κα Βαλλιάνου μιλά για τους αδικοχαμένους πρόσφυγες στο Αιγαίο. Φαίνεται και πάλι το κοινωνικό της πρόσωπο. Πρόκειται για ποίημα που δεν γράφεται σε ένα γραφείο με θέα τη θάλασσα — αλλά μέσα από τη θάλασσα, από τα σωθικά της, με τον λυγμό και το συριγμό ενός σώματος που πνίγεται. Η Βαλλιάνου Αρχοντούλα καταφέρνει μέσα σε λίγους στίχους να μας βυθίσει κυριολεκτικά και μεταφορικά στην απόλυτη συνθήκη του εγκλωβισμού, της προσφυγιάς, της οριακής ανθρώπινης εμπειρίας. Ένα ποίημα σφιχτό σαν ανάσα σε παύση, που συνθλίβει χωρίς ποτέ να υψώσει τον τόνο.

Ο πρώτος στίχος —

«Στριμωχτήκαμε στο στομάχι του κήτους» ανοίγει με μια βιβλική εικόνα, θυμίζοντας τον Ιωνά, αλλά εδώ δεν υπάρχει λύτρωση. Το «κήτος» δεν είναι μόνο το πλοίο, το παλιό ψαροκάικο ή το φουσκωτό. Είναι η Ευρώπη, ο πολιτισμός, το τέρας που καταπίνει ελπίδες. Οι νηοπομπές των προσφύγων δεν περιγράφονται, ζωντανεύουν μέσα από το βουβό σκοτάδι ενός κοιλιακού χώρου, υγρού και άπνοου.

Οι φράσεις όπως:

«Οι κοιλιές μας γουργουρίζουν για ελευθερία»
και
«να μυρίσουμε καθαρό οξυγόνο»


μετατρέπουν τα βασικά ανθρώπινα ένστικτα —την πείνα, την ανάσα— σε πολιτικά αιτήματα. Εδώ, η ελευθερία δεν είναι ιδεολογία. Είναι πείνα, ανάγκη, βιολογική επιβίωση. Η επιθυμία για ένα κομμάτι γης, ένα βλέμμα στον ουρανό, δεν είναι ρομαντική. Είναι σπαρακτική απόδειξη ότι η ζωή απαιτείται, δεν ζητιέται.

Το ποίημα οικοδομείται με κινηματογραφική ένταση, σαν εσωτερική λήψη από τα τελευταία λεπτά πριν τη βύθιση. Ο ήχος παίζει καθοριστικό ρόλο —

«Κλαγγή και βόμβος»
«Δάκρυα βουβά»
«Αναπνοή σε παύση»
Η ποιήτρια γράφει με το αφτί, μεταφέροντας την ατμόσφαιρα μιας στιγμής ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Ο «συριγμός» δεν είναι απλώς τίτλος, είναι η τελευταία εκπνοή, είναι το υπόκωφο αντίο του ανθρώπου πριν σβήσει, είναι η γλώσσα του φόβου όταν πια δεν υπάρχουν λέξεις.

Η συγκλονιστική κορύφωση έρχεται όταν γράφει:

«Δεν είχαμε κουράγιο να αντισταθούμε στο φιλί του Θανά-
του, παραδοθήκαμε στη δίνη του»
Η τεχνική διακοπή της λέξης «Θανάτου» προσθέτει ένα κόμπο στον λαιμό, κάνει τον αναγνώστη να συμπάσχει ρυθμικά με τον αγωνιώδη παλμό του πνιγμένου. Δεν πρόκειται για θάνατο ηρωικό, ούτε για θάνατο ποιητικό. Είναι θάνατος ως καθημερινή στατιστική, κι όμως, εδώ ανακτά το ανθρώπινο μέγεθός του.

Η καταληκτική εικόνα —

«Μας επέστρεψε η θάλασσα στης μάνας μας την μήτρα»
— εμπεριέχει μια συγκλονιστική κυκλικότητα: από την ελπίδα του μετανάστη να γεννηθεί ξανά, στο τραγικό του τέλος, που τον ξαναγυρίζει στο αρχέγονο νερό, πριν ακόμα γεννηθεί άνθρωπος, πριν ακόμα αποκτήσει μέλλον. Η σιωπή στο φινάλε δεν είναι ειρήνη — είναι παραίτηση της ανθρωπότητας.

Το ποίημα αυτό, με την απλότητά του και την εξαιρετική του σκηνοθεσία, ανήκει σε μια λογοτεχνική παράδοση πολιτικής ποίησης που δεν φοβάται να πονέσει τον αναγνώστη. Δεν τον κανακεύει. Δεν τον παρηγορεί. Τον καθιστά υπεύθυνο.

Η Βαλλιάνου Αρχοντούλα γράφει εδώ με υπαρξιακή ειλικρίνεια, με ποιητικό ήθος και κοινωνική ενσυναίσθηση, υπενθυμίζοντας μας πως η αληθινή ποίηση δεν είναι ποτέ διακοσμητική: είναι κράτημα χεριού την ώρα του πνιγμού.

Στο τελευταίο ποίημα που θα αναφερθώ είναι το «Τούλα», όπου αναφέρεται με τρυφερό τρόπο στην απώλεια της γιαγιάς της:

 

...

Ίαμα ο λόγος σου και τα χεράκια σου μελίσσι.

Μάτια κόκκινα και μόνο στη θύμηση σου γιαγιά.

Σε ζήλεψαν οι άγγελοι του ουρανού και σε πήρανε κοντά τους.

Και τι δε θα έδινα στα στήθη σου απάνω να αποκοιμηθώ

και να κοιτάζω το καντηλάκι στης σάλας το τραπέζι.

Το μόνο που μπορώ είναι να πλύνω το όνειρο με λάδι και κρασί,

να γράψω δυο αράδες για την αγάπη που απλόχερα έδινες.

Και προσευχή τα χείλη λένε να ανταμώσουμε ξανά στο μετά.

 

Ταυτίζομαι με τα λόγια της ποιήτριας καθώς έχασα την γιαγιά μου μέσα στο 2024. Φαίνεται σε όλο το ποίημα πόσο αγαπούσε η εγγονή Αρχοντούλα την γιαγιά της και το αντίστροφο. Στο ποίημα «Τούλα» της Βαλλιάνου Αρχοντούλας, η ποίηση δεν είναι τέχνη. Είναι πένθος, είναι προσευχή, είναι ενθύμηση με δάκρυα στα βλέφαρα. Από τον πρώτο στίχο,

«Μετά από καιρό απουσίας σε γνώριμο γυρίζω τόπο»
ο αναγνώστης τοποθετείται αμέσως σε ένα συναισθηματικό τοπίο, γνώριμο και φορτισμένο, όπου η επιστροφή δεν είναι απλώς γεωγραφική — είναι υπαρξιακή. Επιστροφή στα ιερά σημάδια του παρελθόντος, εκεί όπου η μνήμη καίει αλλά και παρηγορεί.

Η φράση

«Ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές καθώς στην ψευδαίσθηση της λήθης σε ρίχνει» φέρνει μια βαθιά φιλοσοφική νότα — δεν πρόκειται για κλισέ περί "γιατρειάς", αλλά για συνειδητή αναμέτρηση με το τίμημα της λήθης. Το ποίημα δεν διαχειρίζεται απλώς την απώλεια, αλλά την αναπόφευκτη φθορά της μνήμης, το σβήσιμο της φωνής του αγαπημένου προσώπου μέσα στη σκόνη των ετών.

Η σκηνοθεσία της επίσκεψης στο κοιμητήριο (ή σε κάποιο συμβολικό τόπο μνήμης) αποδίδεται με απλότητα που αγγίζει. Τα αγριόχορτα, η ξεθωριασμένη φωτογραφία, η σφηκοφωλιά, τα βρύα — όλα είναι επιτομές εγκατάλειψης και μνήμης μαζί. Είναι σαν να μιλά ο τόπος, και να θρηνεί μαζί με την ποιήτρια.

«Μάλαμα είχες για καρδιά. Ζεστασιά στην αγκαλιά.
Σαν το τζάκι που μαζεύονται παιδιά να καψαλίσουν ψωμάκι»
Οι στίχοι αυτοί δεν ανακαλούν απλώς μια γιαγιά — ανακαλούν μια ολόκληρη εποχή, μια αίσθηση οικογενειακής θαλπωρής που μοιάζει να έχει εκλείψει. Το τζάκι, το ψωμί, τα παιδιά, όλα μαζί αποτελούν συμβολισμούς της οικειότητας, της ασφάλειας και της αγνής αγάπης. Η "Τούλα" δεν είναι μόνο η γιαγιά — είναι ο θησαυρός της παιδικής ηλικίας.

Η πιο συγκινητική στιγμή έρχεται με την εξομολόγηση:

«Έφυγες και δεν πρόλαβα να σε χαρώ» που κουβαλάει μέσα της όλο το βάρος της ενοχής, της καθυστερημένης τρυφερότητας, του ανεκπλήρωτου. Είναι μια φράση που συχνά δεν λέγεται, αλλά μένει για πάντα στο στήθος του πενθούντος σαν πέτρα.

Το ποίημα δεν καταφεύγει σε λυρικούς βερμπαλισμούς — κρατιέται προσγειωμένο, καθημερινό, γήινο. Ίσως γι’ αυτό συγκινεί περισσότερο. Χτίζει τη συγκίνηση με εικόνες οικείες:

«να κοιτάζω το καντηλάκι στης σάλας το τραπέζι»
Η σάλα, το τραπέζι, το καντηλάκι — τόποι της ψυχής, σημεία συναισθηματικού προσανατολισμού. Ακόμα και το όνειρο,
«να πλύνω το όνειρο με λάδι και κρασί» διατηρεί θρησκευτικό και τελετουργικό χαρακτήρα, θυμίζοντας ότι το πένθος είναι κι αυτό μια ιερή πράξη.

Η καταληκτική ευχή:

«να ανταμώσουμε ξανά στο μετά» είναι ανοιχτή προς το υπερβατικό, προς την ελπίδα. Όχι ρητορική, αλλά προσωπική ανάγκη, μια μικρή προσευχή που στέκει απέναντι στον πόνο με ταπεινότητα και καρτερία.

Η κα Βαλλιάνου, με αυτό το ποίημα, καταφέρνει να ακουμπήσει την πληγή χωρίς να την κάνει θέαμα. Μιλά για το προσωπικό, αλλά τελικά μιλά για το πανανθρώπινο: την ανάγκη να κρατήσουμε τους δικούς μας ανθρώπους ζωντανούς μέσα από τη λέξη, την εικόνα, την ανάμνηση. Και το κάνει με λεπτότητα, ευλάβεια και αγάπη.

Συμπερασματικά, η κα Βαλλιάνου δεν παραμένει σιωπηλή με την «Εκκωφαντική σιωπή», αλλά υψώνει την ποιητική της φωνή απέναντι στις αδικίες που παραμένουν διαχρονικά επίκαιρες: την κακοποίηση των γυναικών, τις γυναικοκτονίες, το προσφυγικό. Παράλληλα, δεν διστάζει να καταπιαστεί με βαθιά προσωπικά θέματα, όπως η απώλεια αγαπημένων προσώπων και οι πληγές των χωρισμών. Η γραφή της κινείται ανάμεσα στο κοινωνικό και το υπαρξιακό, συχνά επιστρατεύοντας τον συμβολισμό για να εντείνει τη δύναμη του νοήματος. Εύχομαι καλοτάξιδη η ποιητική σου συλλογή και να αγγίξει όσες περισσότερες ψυχές μπορεί!

 

Γεράσιμος Μοσχόπουλος


Comment with Facebook

Σχόλια

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις