Βιβλιογνώμη στην ποιητική συλλογή “Με φως και ψυχή” της Ξανθής Κουτσογιάννη. Γράφει ο Γεράσιμος Μοσχόπουλος.

 

Καταρχήν θέλω να κάνω ένα σχόλιο και για την προηγούμενη ποιητική συλλογή της ίδιας ποιήτριας με τίτλο “(Απ)ηχώ την (απ)ουσία”. Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή σε ελεύθερο στίχο με ολιγόστιχα ποιήματα, όπου στο τέλος υπήρχε σε κάθε ποίημα ένα απόφθεγμα σοφίας σαν συμπέρασμα από το ποίημα. Τα ποιήματα αυτά σε μεθάγανε σα σφηνάκια ποίησης! Αναφέρομαι σε αυτήν τη συλλογή γιατί η επόμενη ποιητική συλλογή της κας Κουτσογιάννη είναι αποκλειστικά σε έμμετρο λόγο και δείχνει πραγματικά μια μεταμορφωμένη ποιήτρια! Πιο συγκεκριμένα, στο πόνημά της, “¨Με φως και ψυχή” ξεκινά με το ποίημα “Η χώρα που γεννήθηκα” και μιλά για την ξενιτιά. Αλήθεια τα λεγόμενα χρόνια της δεκαετούς κρίσης έφυγε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της νεολαίας μας και μετανάστευσε. Το θέμα αυτό είναι κυρίαρχο στην ποίησή της. Με τρόπο δωρικό κυριαρχεί ο υπαρξισμός. Η κα Ξανθή πραγματεύεται ανθρώπινα θέματα. Τα πρώτα ποιήματα της συλλογής είναι αφιερωμένα στην μετανάστευση των ελλήνων. Το ποίημα “Γιατί βαθιά την δόξασες” γράφει έντεχνα πως δεν πρέπει να βρίσκουμε δικαιολογίες για το ριζικό μας αλλά να αναλαμβάνουμε την ευθύνη της ζωής μας. Παραθέτω αυτούσια την τελευταία στροφή:

...

Μη σε μεθύσει η ζωή εσύ να τη μεθύσεις

γουλιά-γουλιά να γεύσαι το κάθε της λεπτό.

Οι γρήγορες γουλιές πάντα σημαίνουν εξαρτήσεις

κι η πληρωμή δε σταματά ποτέ στον κόσμο αυτό.

Εσύ διαλέγεις όπως θέλεις πάντα να τη ζήσεις.

Ποτέ μην ψάχνεις άλλοθι να βρεις στο ριζικό.

 

Στο αμέσως επόμενο ποίημα, τις “Στιγμές” η ποιήτρια γράφει πως αναρωτιόμαστε για το μέλλον, αναπολούμε το παρελθόν και ζούμε το παρόν, όπου μισούμε. Στο ποίημα, “Οι ωραίοι” μιλά για την εξάρτηση που έχουμε όλοι από τα κινητά και την τηλεόραση και πως στη σύγχρονη ζωή κλεινόμαστε μέσα στο σπίτι μας, αντί να ζούμε την ζωή μας. Ποιός φταίει για αυτό; Σίγουρα όχι το ριζικό μας ή ο Θεός μας, αλλά το κεφάλι το κακό μας.

 

 

Η ποιήτρια όμως είναι και μάνα και στο ποίημα “Ο πόνος του γονιού” εκφράζει τις ανησυχίες της για όλα τα παιδιά του κόσμου να μην γίνουν ούτε θύτες, αλλά ούτε και θύματα. Στο ποίημα “Της αξιοκρατίας” καταδικάζει το ελληνικό κατεστημένο που θέλει τους έλληνες εργαζόμενους με μεταπτυχιακά ή κάποιες φορές και διδακτορικό να εργάζονται με μισθούς πείνας. Το ποίημα καταλήγει στο παρακάτω δίστιχο:

 

Της αξιοκρατίας χώρα του ποτέ και ρουσφέτι που καλά κρατεί

σας παρακαλώ, μην καταργείτε τα όνειρά μου.

 

Στο ποίημα “Δουλειά” βλέπουμε σημάδια ξεκάθαρα της διακειμενικότητας του έργου της. Το ποίημα είναι ξεκάθαρα μια Καβαφική Ιθάκη εργασίας. Ας διαβάσουμε τους τελευταίους στίχους της:

 

Κι αν ταπεινή την βρεις, η δουλειά δε σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόσες εμπειρίες,

ήδη θα το κατάλαβες, “δουλεύω” τι σημαίνει.

 

Στο ποίημα “Ο μισθός” περιγράφει την ελληνικά πραγματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας σε ό,τι αφορά στους πενιχρούς μισθούς, αλλά το κάνει με ποιητικό τρόπο. Στο ίδιο κλίμα αλλά με διαφορετικό τρόπο έρχεται να προσθέσει με το ποίημα “Πολιτεία”. Ας δούμε πόσο εύστοχα τα γράφει με μια στροφή από το προαναφερθέντα ποίημα:

 

....

Θάνατος είν’ ο άστεγος στον δρόμο

στη μοναξιά το κρύο και την πείνα

κι αυτοί που εξαπάτησαν τον νόμο

με βίλες, αυτοκίνητα, πισίνα.

 

....

 

Σε αυτό το σημείο η ποιήτρια μας δείχνει ότι προβληματίζεται και για άλλα σύγχρονα προβλήματα που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία. Τις γυναικοκτονίες. Στο ποίημα “Ο εφιάλτης της Ελένης” χαρακτηρίζει τα κακώς κείμενα και το κάνει πάλι με διακειμενικότητα αφού δεν περνά απαρατήρητα τα μαρμαρένια αλώνια του Διγενή Ακρίτα. Παραθέτω την τελευταία στροφή του συγκεκριμένου ποιήματος:

 

...

Εκεί που η αγάπη με τον έρωτα χορεύει

έγιναν μαρμαρένια αλώνια τώρα πια.

Το αρσενικό, μ’ αίμα τον ανδρισμό γυρεύει

και η Ελένη πάντα θύμα διαχρονικά.

 

Εδώ ο Χάρος είναι ο πατριαρχικός ανδρισμός και η Ελένη παίρνει τον ρόλο του Διγενή Ακρίτα. Το ίδιο θέμα πραγματεύεται και το ποίημα “Η κακοποιημένη”, μέσα στο οποίο η ποιήτρια δεν χαρίζεται, τα λέει ωμά. Παραθέτω μια στροφή:

 

...

Τον ικέτευες ταπεινωμένη

μα σε βίαζε κάθε φορά.

Στο κορμί η καυτή ανάσα

σου τρυπούσε βαθιά την καρδιά.

...

 

Στο αμέσως επόμενο ποίημα με τίτλο “Ως πότε οι γυναίκες” αναλύει ότι η θέση της γυναίκας ιδιαίτερα στην ανατολή είναι υποτιμημένη, αλλά και στην δυτική κοιωνία η ανδροκρατία είναι κυρίαρχη. Όμως το ποίημα κλείνει με μια θετική προτροπή, την οποία σας παραθέτω:

 

...

 

Γυναίκες, τώρα υψώστε στεντόρεια τη φωνή

να σβήσει απ’ τον κόσμο η αδικία αυτή.

 

Ένα ποίημα που πραγματεύεται την μεγαλύτερη έννοια, την ελευθερία με τίτλο: “Φυλακή” σας το παραθέτω όλο. Η ποιήτρια με αισιοδοξία και δυναμισμό γράφει:

 

Με σκέψη , με σχεδιασμό , με υπολογισμό

ένα-ένα τα σίδερα της φυλακής μου στήνουν.

 

Κάθε φορά που δέχομαι κι έναν συμβιβασμό

και μιαν ανάσα λευτεριάς  απ’ τη ζωή μου σβήνουν.

 

Μπορεί να ελέγχουνε το νου μα θα υπάρχει η ψυχή μου

μια ύπαρξη χωρίς ζωή ποτέ μου δεν θα γίνω.

 

Τον φόβο δεν θ’ αφήσω εγώ να είναι φυλακή μου.

Ελεύθερος γεννήθηκα και άνθρωπος θα μείνω.

 

Συμπερασματικά μιλώντας η κα Ξανθή Κουτσογιάννη υψώνει την φωνή της και γράφει υπαρξιακά με έμμετρο τρόπο, που τείνει να εκλείψει στις μέρες, για τα σύγχρονα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η ποιητική της συλλογή αξίζει να διαβαστεί από όλους μας! Θα κλείσω με μια στροφή από το τελευταίο ποίημα στο βιβλίο, “Στην ελληνική σκέψη”. Και σε αυτή τη στροφή φαίνεται η διακειμενικότητα αφού γίνεται έμμεση αναφορά στον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό και στον εθνικό μας ύμνο:

 

...

Απ’ τα βάθη των αιώνων

ξεπροβάλλεις δυνατή

όταν οι ψυχές φουντώνουν.

Χαίρε σκέψη ελληνική!

 

Με πολλή εκτίμηση,

 

Γεράσιμος Μοσχόπουλος

Ποιητής, Απόφοιτος ΠΕ πληροφορικής Πανεπιστημίου Πειραιώς

 

   

 


Comment with Facebook

Σχόλια